- σύδεντρο
- τοτόπος με πολλά δέντρα, δάσος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σύδεντρο — το, Ν μέρος κατάφυτο με δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δένδρο] … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
δενδρολογώ — ( έω) φυτεύω δένδρα («χωράφι δενδρολογημένο» χωράφι με δένδρα, σύδεντρο) … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
Σύνδενδρο — Λέγεται και Σύδεντρο. Ορεινός οικισμός (344 κάτ., υψόμ. 750 μ.), στην επαρχία Γρεβενών, του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα βορειοδυτικά της πόλης των Γρεβενών. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (19 τ. χλμ., 344 κάτ.) … Dictionary of Greek